καταπονοῦμαι

καταπονοῦμαι
καταπονέω
subdue
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
καταπονέω
subdue
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταπονούμαι — καταπονούμαι, καταπονήθηκα, καταπονημένος βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταπονώ — και καταπονάω (AM καταπονῶ, έω, Μ και καταπονάω) [κατάπονος] καταβάλλω προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, κουράζω, εξαντλώ νεοελλ. μσν. υπερνικώ, υπερισχύω, υπερτερώ σε δύναμη μσν. αρχ. 1. χωνεύω τροφή 2. νικώ, κυριεύω 3. ταλαιπωρώ, βασανίζω 4.… …   Dictionary of Greek

  • ξανώ — ξανῶ, άω (Α) 1. καταπονούμαι ξαίνοντας μαλλιά 2. (γενικά) δουλεύω σκληρά, κουράζομαι, καταπονούμαι, κοπιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν τού ξαίνω + κατάλ. άω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ὑφαίνω: ὑφανάω)] …   Dictionary of Greek

  • προπονώ — προπονῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. προγυμνάζω αθλητή ή αθλητική ομάδα προκειμένου να διεκδικήσει τη νίκη σε έναν αγώνα 2. μέσ. προπονούμαι κάνω προπόνηση αρχ. 1. κοπιάζω προηγουμένως 2. κοπιάζω για χάρη κάποιου ή υπερασπίζοντας κάποιον 3. μοχθώ για να… …   Dictionary of Greek

  • αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… …   Dictionary of Greek

  • απολείπω — (AM ἀπολείπω) 1. λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω 2. αφήνω, εγκαταλείπω 3. ( ομαι) απομακρύνομαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι αρχ. Ι. 1. χάνω κάτι 2. (για αγώνισμα) αφήνω πίσω, ξεπερνώ 3. αφήνω ατελείωτο 4. αφήνω ανοιχτό, αφήνω διάστημα 5. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • διεργάζομαι — (Α) 1. τελειώνω ένα έργο 2. καλλιεργώ 3. καταστρέφω, σκοτώνω 4. παθ. καταβάλλομαι, καταπονούμαι …   Dictionary of Greek

  • εγκάμνω — ἐγκάμνω (Α) 1. κουράζομαι, καταπονούμαι 2. βαριέμαι κάτι …   Dictionary of Greek

  • εκκάμνω — ἐκκάμνω (Α) 1. καταπονοῡμαι, απαυδώ 2. γίνομαι άχρηστος ή ακατάλληλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”